- επαρχιωτόπουλο
- το деревенский парень, мальчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαρχιωτόπουλο — το (θηλ. επαρχιωτοπούλα) παιδί ή νέος που κατοικεί σε επαρχία ή που κατάγεται από εκεί … Dictionary of Greek
επαρχιωτόπουλο — το θηλ. ούλα παιδί ή νεαρό άτομο που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από εκεί (πρβλ. χωριατόπουλο, χωριατοπούλα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek